Wednesday, November 28, 2007

μία βόλτα οι δυό μας, το τέλος

H Λίνα
Ένα χρόνο και κάτι μήνες πριν,ερχόσουν στην τράπεζα κάθε μέρα σχεδόν,μα ούτε που σε είχα προσέξει ποτέ.Δεν έδινα σημασία πέρα από την δουλειά μου.Μέχρι την στιγμή που πλησίασες στο γραφείο μου.
Ήταν καλοκαιράκι θυμάμαι,μήνας Ιούλιος,τα ρούχα λιγοστά και μουσκεμένα από τον ιδρώτα.
-Μιά μικρή εξυπηρέτηση,θα ήθελα μου είπες.
-Ότι περνάει από τα χέρια μου,πολύ ευχαρίστως απάντησα και πιάσαμε την κουβέντα γιά την δουλειά.Έτσι,άρχισα να σε παρατηρώ σιγά σιγά.Δεν ήσουν όμορφος,ούτε ο τύπος μου.
Μέχρι τη στιγμή που ήρθες στο γραφείο,μ ένα τριαντάφυλλο στα χέρια.Μου το πρόσφερες και μου ζήτησες,εάν μπορούσα να μιλούσαμε σε πιό ιδιωτικό και προσωπικό επίπεδο.
Μη με ρωτήσεις γιατί δέχτηκα.
Αναρωτιόμουν εάν ήξερες κάτι γιά μένα,αν σου είχαν πει ή αν ρώτησες,εγώ γιά την δική σου ζωή, δεν είχα ιδέα.
Συναντηθήκαμε το ίδιο βράδυ γιά ένα ποτό.Ήσουν πολύ ευγενικός και η συζήτηση μας περιορίστηκε σε επαγγελματικά πλαίσια.Όπως ξεκίνησε η κουβέντα μας τότε,έτσι και τέλειωσε.
Όμως δύο μέρες μετά ήρθες ξανά μ άλλο ένα τριαντάφυλλο.
-Θέλω να σε ξαναδώ μου είπες.
Έτσι προέκυψε η δεύτερη μας συνάντηση.Μου εξιστόρησες την ζωή σου,μου μίλησες γιά τα δύο υπέροχα παιδιά σου και την Αλίκη.Μου είπες πως η σχέση με την γυναίκα σου,είχε κάνει τον κύκλο της,πως είχε σχεδόν τελειώσει.
Γιά μένα,σε είχαν πληροφορήσει ήδη οι καλοθελητές,πως είμαι πολλά χρόνια χήρα και δίχως παιδιά.
Από τότε δεν υπήρξε μέρα που να μην βρεθούμε Αναστάση μου!Δεν μου στέρησες την παρουσία σου ποτέ,ξημέρωμα πήγαινες στο σπίτι,κάποιες φορές γιά ελάχιστες ώρες,τόσο που είχα αρχίσει να φαντασιώνομαι πως πας σ ένα δικό σου προσωπικό διαμέρισμα,ίσα γιά τα απαραίτητα,άλλωστε είχα κι εγώ τον προσωπικό μου χώρο,το δικό μου σπίτι.
Σα να χωρίζαμε γιά λίγες ωρίτσες γιά να ξαναβρεθούμε πιό ερωτευμένοι και με δυνατότερο πάθος από κάθε φορά!
Σ αγάπησα Αναστάση μου,σ αγάπησα και σε συνήθισα.Και δε το κρύβω,υπήρξαν φορές που σε πονούσα και σε λυπόμουν.Κρίμα, έλεγα πως δεν το άξιζες να ζεις τόσο ασχημες καταστάσεις,να μην έχεις μιά ζωή ισορροπημένη και ζηλευτή,όταν συχνά πυκνά μου ανέφερες πως δεν έχετε πιά κανένα σημείο επαφής με την Αλίκη.
Θέλωντας να σου δώσω τα πάντα,σου ζήτησα να μείνουμε μαζί.Παρ όλο που είχα ορκιστεί πως δεν θα ξαναβάλω ποτέ τον εαυτό μου σ αυτή την διαδικασία.Στην διαδικασία ενός νέου γάμου εννοώ,γιατί δεν είναι και λίγο Αναστάση μου,ούτε το πιό εύκολο να ξαναφτιάξεις την ζωή σου σ αυτή την ηλικία,ειδικά με έναν άνθρωπο που κουβαλάει δίπλα του δύο παιδιά!Δεν άντεχα ξανά μανά,πεθερικά,αδέρφια,σόγια,λόγια,τραπεζώματα,μαγειρέματα και πλυσίματα,όχι Αναστάση μου,ήταν πάρα πολύ γιά μένα αυτό.
Αλλά,ήθελα να δώσω και να πάρω τα πάντα από τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησα όσο τίποτα άλλο!
Η στραβή έγινε, λένε κάθε εμπόδιο γιά καλό,όταν άθελα μου άκουσα το τηλεφώνημα σου προς την Αλίκη.Ναι,εκείνη την ημέρα που της ζήτησες να συναντηθείτε το βράδυ.Την ημέρα που μου είχες υποσχεθεί, πως θα της τα εξομολογηθείς όλα.
Όμως ένοιωσα την φωνή σου που έσπαγε καθώς της μιλούσες,ίσως και τα μάτια σου να είχαν βουρκώσει.
Αποφάσισα να έρθω σ εκείνη την ταβέρνα,κάτι με βασάνιζε,άλλωστε είχα την περιέργεια να δω την Αλίκη επιτέλους από κοντά.
Έφτασα πρώτη και κάθισα μόνη μου σ ένα τραπέζι στη γωνία δεξιά.Ήπια το κρασάκι μου,παράγγειλα σαλάτα κι ένα πολύ ωραίο πιάτο με μπιφτέκια φτιαγμένα από λαχανικά.
Ήρθατε λίγο αργότερα,μαζί.Η πρώτη αίσθηση που μου δημιουργήθηκε μόλις σας είδα,ήταν πως είσασταν ένας άνθρωπος και όχι δύο.
Ένα χρόνο Αναστάση,σ έχω μάθει τόσο καλά!
Κι απορώ πως άργησα να καταλάβω.Ναι,σε είδα που ήσουν σε αμηχανία.Κι ίσως βαθιά μέσα σου,εκείνη την στιγμή να πάλευες.Δύσκολο να αποφασίσει ο διχασμένος.Όμως υπερίσχυσε το σωστό,αυτο που έπρεπε.Κάθε άνθρωπος χρειάζεται την ισορροπία του.
Και είναι πειρασμός η Αλίκη ,καλέ μου!Είναι όμορφη και σ αγαπάει.
Είδα την ερώτηση στα μάτια σου.Ιδιαίτερα από την στιγμή που με πρόσεξες πίσω της.Ποιά από τις δύο;Κέρδισε η Αλίκη καρδιά μου.Χαλάλι της το αξίζει!
Την ώρα που ζήτησα φωτιά να ανάψω τσιγάρο δήθεν,είχα πάρει την απόφαση μου,ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα!Σε κατάπιαν τα μάτια μου!
Θα την έχω φυλαγμένη αυτή την εικόνα Αναστάση,γιά πάντα.Ζήσαμε όμορφες στιγμές,μοναδικές.Σε έζησα,σε χόρτασα.Θέλω να σε θυμάμαι χαρούμενο κι ευτυχισμένο.
Εκεί που αγαπάς,εκεί που ανήκεις!Και μη λογαριάσεις ποτέ το δικό μου κόστος.
Αν πέρασες τις τελευταίες μέρες από την τράπεζα,σίγουρα έμαθες πως είμαι σε άδεια.Είχα ανάγκη να ξεκαθαρίσω το μυαλό μου.Σκέφτηκα,πως έπρεπε να είμαι εγώ αυτή που θα διευκόλυνε την κατάσταση.Έτσι,ζήτησα μετάθεση σ ένα υποκατάστημα.
Έβαλα τα κλειδιά του σπιτιού,του δικού μας σπιτιού σε ένα κουτάκι και σου τα στέλνω με ένα curier.Δεν έχουν πιά λόγο να βρίσκονται στα χέρια μου.

Εδώ πρέπει να σου πω αντίο καλέ μου..

εύχομαι να χαμογελάς πάντα!

Λίνα


Έβαλε το γράμμα σε ένα φάκελλο,και βγήκε στη δροσιά να πάρει μιά ανάσα και με την ευκαιρία,να κάνει και μία βόλτα.Στο κοντινό ταχυδρομείο,έβαλε γραμματόσημα,την ένδειξη ''επείγον'',πλήρωσε και έριξε τον φάκελλο στο ειδικό κουτί..

Tuesday, November 27, 2007

δύο όνειρα πρωινά


Είναι δύο πρωινά,που ενώ ξυπνάω πάρα πολύ δύσκολα,όπως συμβαίνει πάντα τέτοια εποχή,θυμάμαι πάρα πολύ έντονα τα πιό πρόσφατα μου όνειρα.
Στο πρώτο,βρίσκομαι στο σπίτι μου,με αγαπημένη παρέα,κοιτάω έξω από το παράθυρο και όλως περιέργως βλέπω έξω μία θάλασσα,πάρα πολύ κοντά,καθαρή,κρυστάλλινη και οινοπνευματί όσο ποτέ.Λέω στην παρέα μου,δες τι όμορφα που είναι έξω,έλα να πιούμε εδώ καφέ!Βγαίνουμε έξω στην βεράντα λοιπόν,κι εκεί που η θάλασσα είναι τόσο δίπλα,γίνεται η πολυκατοικία καράβι,και πλέουμε μέσα!
Στο δεύτερο,σήμερα το πρωί,βρίσκομαι σ ένα αδιέξοδο και δεν γνωρίζω με ποιό τρόπο θα πάω εκεί που θέλω.Ξαφνικά βρίσκομαι στη στέγη ενός σπιτιού και σκέφτομαι να ο δρόμος,ενώ με το βλέμμα ακολουθώ ανθρώπινες υπάρξεις που περπατούν σε υποτιθέμενα δρομάκια πάνω στις στέγες.Ανακουφισμένη τους ακολουθώ.
Λίγο πολύ πιστεύω πως τα όνειρα είναι το άγχος μας ή τα απωθημένα μας.
Γιά μεγάλο διάστημα είχα πάψει να βλέπω χρώματα στα όνειρά μου,επίσης γιά μεγάλο διάστημα πρωταγωνιστούσαν φίδια τα οποία γιά μένα είναι ότι πιό ανατριχιαστικό!!
Αλλά αυτά τα δύο τελευταία έμειναν χαραγμένα στην μνήμη μου..και δεν είναι τόσο το όνειρο όσο η αίσθηση εκείνης της στιγμής!

Monday, November 26, 2007

Στέλλα σημαίνει αστέρι


-Γιατί με βαφτίσατε Στέλλα;
-Πήρες το όνομα της γιαγιάς σου!
-Και τον μπαμπά γιατί τον λένε κι αυτόν Στέλιο;
-Πήρε το όνομα του παππού του,του πεθερού της γιαγιάς σου.
-Γιατί;
-Γιατί έτσι έπρεπε,τρώγε τα φασολάκια σου.
-Δε θέλω φασολάκιαααα...
-Να μη με βαφτίζατε.
-Έπρεπε,σε όλα τα μωρά το κάνουν.
-Εγώ δεν θα τα βαφτίσω τα παιδιά μου..κι αν το κάνω θα τους δώσω δικά μου ονόματα!
-Τότε δε θα σ αγαπάει κανείς!
-Ας μη μ αγαπάνε!!
Μισούσα το όνομα μου όσο τίποτα άλλο!
Το χειρότερο ήταν,αργότερα στο γυμνάσιο,όταν οι καθηγητές άνοιγαν τον κατάλογο.Δεν ήταν τόσο το ότι μου φαινόταν το όνομα μου βαρύτερο από το επίθετο μου,αλλά το ότι συνδεόταν με την εντολή..'σήκω επάνω να πεις μάθημα'και αλλοίμονο ήμουν πάντα αδιάβαστη.
Εκείνο το τραγουδάκι του Βενετσάνου'είναι νωρίς γιά δάκρυα Στέλλααα..παίξε τις κούκλες σου και γέλαααα', μου υπενθύμιζε απλά πως δεν θα μεγαλώσω; θα σας δείξω εγώ!
Αμ το άλλο σε πολύ μικρότερη ηλικία που το έκανε καραμέλα όποιος ήθελε να μου την σπάσει..Στέλλα παστέλλααα...μιά οκά σαρδέλλααα...(να που δείχνουμε τώρα και την ηλικία με τις παλαιολιθικές μονάδες βάρους)!!
Η πρώτη φορά που σκέφτηκα να αλλάξω το όνομα μου,ήταν όταν γνώρισα την φίλη μου την Λιάνα.
-Αλήθεια πως είναι το βαφτιστικό σου την ρώτησα με μάγουλα πράσινα από το κακό μου.
-Στέλλα..
-Στέλλα;μα και πως..Λιάνα από που..
Έλα που η Λιάνα είχε μοντέρνους γονείς κι εγώ πάλι τα έβαζα με την στενομυαλιά των δικών μου,που ούτε ένα υποκοριστικό δεν μπήκαν στον κόπο να μου βρουν.
-Βρε δε λες που δε σε βγάλαμε Ζαχαρούλα!με φόβιζε η μάνα μου..
-Φιόγκος εγώ..ΖΖαχαρούλα γγγιατί..
-Από τον παππού τον Ζαχαρία..
-Πιφφ αυτό κι αν δε ήταν..
Αν τύχαινε δε να γνωρίσω οποιαδήποτε συνονόματη,την κοιτούσα με οίκτο και συμπόνοια.
Κάποια μέρα,λίγο διάστημα μετά που τέλειωσα το λύκειο,συνάντησα μία φίλη μου που εκείνη την εποχή,μάθαινε Ιταλικά.
-Ξέρεις..Στέλλα σημαίνει α σ τ έ ρ ι..μου είπε!
Σιγά σιγά άρχισα να το χωνεύω.Σε όσους δεν γνώριζαν Ιταλικά το ανέφερα εγώ.Σε ανύποπτο τόπο και χρόνο.
Λίγο μετά,είδα την 'Στέλλα με τα κίτρινα γάντια',με την Μελίνα Μερκούρη .Η Μελίνα σαν Στέλλα και μάλιστα μοιραία γυναίκα;Μία Στέλλα που σφάζονταν άντρες στα πόδια της;Μία Στέλλα σύμβολο;
Εε λοιπόν από τότε ερωτεύτηκα,την ταινία, την Μελίνα και το όνομα μου.
Και τον Βασίλη όταν με καλεί στην αγκαλιά του..
-Κι εγώ σου λέωωω Στέλλααα...στην αγκαλιάαα μου έεελαααα...!!!
Χρόνια πολλά στις Στελίτσες όλου του κόσμου..

Thursday, November 22, 2007

μιά βόλτα οι δυό μας 2ο

O Aναστάσης
-Βάζω σφραγίδα κι είσαι έτοιμος.Αλλά κάτσε να πιούμε ένα ουισκάκι.Νάτο,έτοιμο κι όλας!
-Βιάζομαι,αλλά..σ εσένα δε μπορώ να αρνηθώ.
-Έλα πες μου νέα,τα παιδιά,η Αλίκη όλοι καλά;
-Καλά είναι,ο μικρός ήταν λίγο κρυωμένος αυτές τις μέρες αλλά σε γενικές γραμμές καλά..αλλού είναι το πρόβλημα.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη.
-Τσιγάρο;
-Τι έγινε ρε φίλε;Φουστάνι;Μη μου πεις καμμιά πιτσιρίκα ρε κάθαρμα;
-Πιτσιρίκα;Τύφλα νάχουν οι μικρές..σαραντάρα και χήρα σου λέω!
-Για λέγε,για λέγε..
-Μ έχει από κοντά,ένα χρόνο τώρα.Αλλά κούκλα φίλε μου,μάτια κάρβουνα,μαλλί κόλαση,δέρμα να καίει,βυζί στητό και πλούσιο,γάμπα φρεσκογυαλισμένος διάδρομος προσγείωσης.Άλλο πράμα σου λέω..
Αλλά κι εγώ μια χαρά της ξηγιέμαι..να πάμε για φαγητό Αναστάση μου μου λέει..να πάμε,να πάμε για ποτό..να πάμε,το χειρότερο πως έχω εξαφανιστεί από το σπίτι,και φοβάμαι μη πάρει μυρωδιά η Αλίκη.Έχω νοικιάσει κι ένα διαμερισματάκι για τις ιδιαίτερες στιγμές,μοιρασμένα τα κλειδιά στα δύο,δε προλαβαίνω να το ζητήσω και την βρίσκω στο κρεββάτι ,την μια με νεγκλιζέ, την άλλη με στριγκάκι ,ποτισμένη κάθε φορά σε διαφορετικά πατσουλιά κι όλο Αναστάση μου..αχ Άναστάση μου πως μ ανασταίνεις, αναστενάζει!!
Σου τα λέω στα γρήγορα,τελευταία,με κάτι μισόλογα από δω και κάτι μισόλογα από κει,να πάρω διαζύγιο λέει..να σου πω δε μου φάνηκε παράξενο,μέχρι κι εγώ άρχισα να το σκέφτομαι το διαζύγιο,άλλωστε με την Αλίκη δε πάει άλλο,να τα μοιράσουμε φίλε μου,να τα μοιράσουμε να τελειώνουμε!
Προχθές μετά από ένα δίωρο στη αγκαλιά της,ζαλίστηκα μα τον Χριστο σου λέω..με βλέπει έτσι η δικιά σου,αρπάζει από τα μαλλιά την ευκαιρία,Αναστάση θέλω να ζήσουμε μαζί μου λέει και δος του να με ζεσταίνει με τα χάδια ,τα φιλιά και τις αγκαλιές!
-Μαζί,και ποιος δε θέλει να ζήσουμε μαζί της λέω..
-Αναστάση πρέπει να μιλήσεις στην Αλίκη μου λέει και δοσ του τρίτος γύρος από καυτές ανάσες,φιλιά και παιχνιδίσματα!
-Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι δικέ μου.Σκεφτόμουν τα γνωστά πολλές φορές.Στριφογύριζα σαν το διάολο.Τι απόφαση κι αυτή!Και το κυριότερο..πως θα την μετέφερα στην Αλίκη.
Προγραμματίζω λοιπόν ολόκληρη την κουβέντα,πως θα άρχιζα,πως θα τέλειωνα,ένα μικρό προσωρινό διάλλειμα θα ζητούσα,θα την ενημέρωνα για την διεύθυνση του σπιτιού όπου θα έμενα για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα,τηλέφωνα,μετρητά,κάρτες,όλα στην διάθεση τους.
Πάμε να τσιμπήσουμε το βραδάκι;πρότεινα στην Αλίκη,καταχάρηκε ανυποψίαστη αυτή, νόμιζε πως θα βγαίναμε με φίλους.
Και να τα κρεατικά φίλε μου,και να οι μπύρες,να αδειάζουν τα ποτήρια,να γεμίζω εγώ,γεμάτο το μαγαζί,κάνω μια έτσι και τι να δω.Πίσω από την Αλίκη,είχε αγκαζάρει το τραπέζι μονάχη της η χήρα..η δικιά μου χήρα.Στην αρχή νόμιζα πως παραγνώρισα,τι δουλειά έχει αυτή εδώ λέω!
Μου δέθηκε η γλώσσα.Ότι είχα προγραμματίσει να πω το λησμόνησα.Αμηχανία φίλε μου..άρχισα να μιλάω για την δουλειά,για τον καιρό,για τα παιδιά,μέχρι και στιγμές από το παρελθόν θυμήθηκα.
Η Αλίκη με άκουγε,η χήρα με διαόλιζε με τα μάτια.Μα όσο την έβλεπα,τόσο ξεχνούσα τον λόγο που είχα έρθει!Ούτε την γεύση του φαγητού δεν κατάλαβα ,μόνο τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν μπύρα.
-Ρε φίλε,τι πήγα να κάνω!
Έτσι που τις έβλεπα την μία πίσω από την άλλη,η Αλίκη γλυκειά κι υπομονετική,η χήρα διάολος σε πρόσωπο γυναίκας...πάγωσα.Λέω τι πάω να κάνω..
Γύρισα το βλέμμα στην γυναίκα μου,σαν να την έβλεπα πρώτη φορά.Είχε βάψει τα μαλλιά της κόκκινα.Μ ερέθιζε αυτό το χρώμα!
-Άντε βάλε ένα ουισκάκι ακόμη,στέγνωσε το στόμα μου.
-Δώσε ένα τσιγάρο ακόμη..τι μου λες;μετά,τι έγινε μετά;
-Μετά;Ζήτησα χρόνο από την Αλίκη μήπως και καταφέρω να ξαναδέσω τα λυμμένα.
Λίγο χρόνο της είπα,αγάπη μου,κι όλα θα περάσουν,όλα θα διορθωθούν.Σε μια στιγμή,σηκώνεται η χήρα κι έρχεται προς το τραπέζι μας.Φοβήθηκα.Λύγισα.Λέω να τώρα θα γυρίσει και θα τα πει όλα.
Ζήτησε φωτιά,υπογραμμίζοντας μία μία τις λέξεις.Άναψε τσιγάρο,μου έστειλε ένα βλέμμα μεταξύ φθόνου και πόθου και γύρισε στο τραπέζι της.
Ανάσανα!
Άσε ρε φίλε,μεγάλος μπελάς η γυναίκα.Άλλο να κτυπάς πουλί περαστικό κι άλλο να το βάζεις στο κλουβί σου.
Φεύγω Γιάννη ,παίρνω την επιταγή και τρέχω σπίτι.
Λέω να πάω νωρίς σήμερα!
συνεχίζεται..

Monday, November 19, 2007

μιά βραδιά οι δυό μας

Η Αλίκη
-Έτσι που λες Πηνελόπη μου..
Μιλούσε μπουκωμένη μ ένα κουλουράκι και κρατούσε το φλυτζάνι με το τσάι στα χέρια της.
Ήπιε δυό γουλιές να πάει κάτω η μπουκιά και μαζί μ αυτήν το χθεσινό ξενύχτι.
Ούτε θυμάμαι πόσες φορές γεμίσαμε και ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια μπύρα.Ξεχύλιζε ο αφρός.Σηκώναμε τα ποτήρια ξανά και ξανά στην υγειά μας!
Τριάντα χρόνια τώρα,πρώτη φορά μου ζήτησε να βγούμε μόνοι μας έξω.Πάντα με τα παιδιά.Πάντα με φίλους ή συγγενείς.
Και ήταν ένα μαγαζίι..θα σου δώσω ακριβή διεύθυνση να πάρεις τον Αργύρη σου να πάτε.Περιβάλλον εξαιρετικό,κι ατμόσφαιρα ζεστή σου λέω.Κι ο σερβιτόρος..χα χα..τώρα που τον θυμάμαι,κορμί ευθυτενές να φέρνει βόλτα τα λιγοστά τραπέζια,δέκα μετρημένα στο σύνολο ,διαγώνια παράλληλα και κάθετα,όλα γεμάτα με παρέες και ζευγάρια.Με χαμόγελο που δεν ξέφευγε από το όριο του φυσικού ανοίγματος των χειλιών,έφερε τα πιάτα που είχαμε παραγγείλει,δυό μερίδες σουτζουκάκια,μία πατάτες τηγανητές,μία σαλάτα αλοιφή και μία πράσινη με μπόλικο ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι.
Με πήρε στο τηλέφωνο το πρωί,παντρεμένοι άνθρωποι πιο πολύ τηλεφωνικά επικοινωνούμε,όχι πως δεν μου φάνηκε παράξενο,από τα σπάνια,να συναντηθούμε οι δυό μας το βραδάκι ,κάτι σημαντικό είχε να μου πει,θα πήγαινε σ ένα πελάτη,θα ήταν ελεύθερος μετά,μα τι του ήρθε Πέμπτη βράδυ για φαί ,αλλά η χαρά ήταν μεγαλύτερη,τσιμουδιά δεν έβγαλα..τι να πω..
-Ναι είπα σαν απάντηση κι όρισαμε την ώρα του ραντεβού.
Το πρώτο μπουκάλι μπύρα άδειασε χωρίς πολλές πολλές κουβέντες,ραμμένο το είχε ο άτιμος,στο δεύτερο η γλώσσα λύθηκε,πήγαινε ροδάνι.Άρχισε να μιλάει για διάφορα,για την δουλειά του,για τον τάδε πελάτη,για την χι υπάλληλο,έτρεχε πρωί πρωί για μία ακάλυπτη επιταγή,ένας συνάδερφος ήταν στο νοσοκομείο,απέφευγε τα ουσιαστικά,απέφευγε τα προσωπικά,αυτά που θα έδιναν άσχημη αφορμή να ξεφύγει από τον έλεγχο της κουβέντας !
Τον κοιτούσα Πηνελόπη μου,τον ψυχολογούσα στα κρυφά,μάταια , αυτός σ εμένα μίλαγε κι αλλού κοιτούσε,χάζευε όλο αμηχανία,κάνω έτσι και τι να δω,ένα γυναικείο άρωμα και μιά μοναχική σκιά πίσω μου, σαν κάτι να τον απασχολούσε, κάτι να πήγαινε να πει και σαν να το μετάνοιωνε,χαλάρωνε κομματάκι,πατούσε μια πηρουνιά σουτζουκάκι,το βούταγε στην μουστάρδα,γύρναγε γύρω γύρω το βλέμμα,λίγο έκανα να του πω..τι με κουβάλησες εδώ μωρέ..τόπνιξα!
Σα χθες μου φαίνεται,μιά ανάσα χρόνια πίσω,ένα τόσο δα κλικ , με ένα του νεύμα έφτανε,τι λέω και παραπανίσιο ήταν,έφτανε..να νοιώθω πως είναι δικός μου,σαν τα πιτσουνάκια είμασταν,ξαναμπουκώθηκε το τρίτο κουλουράκι,με μαρμελάδα ανάμεσα αυτό,βατόμουρο,και μήνες να έλειπε,πάλι δικός μου,κι ανάμεσα σε χίλιους ανθρώπους πάλι μονάχοι οι δυό μας,εγώ κι αυτός...
Είπα δε θα μιλήσω ,αλλά με έτρωγε.
Κουνήθηκα λίγο από τη θέση μου μήπως και μου φύγει,,τσίμπησα λίγη σαλάτα,ρούφηξα μια γουλιά μπύρα..τίποτα..αντί να μου περάσει,μ έτρωγε περισσότερο..
-Κάποτε με πρόσεχες του λέω και θυμήθηκα τα μάτια του να με κόβουν από πάνω ως κάτω,από μαλλί ,κραγιόν,άνοιγμα ντεκολτέ, μάκρος φούστας και ύψος τακουνιού.
-Μην αρχίζεις πάλι.
-Χμμ ξέρεις πόσο καιρό έχει που έχω γίνει κοκκινομάλα!Το μισούσες το κόκκινο Αναστάση μου,αλλά επίτηδες το έκανα έτσι του είπα.
Με κοίταξε με απορία.
Εγώ συνέχισα σε τόνο χαμηλότερο,όλο νάζι σου λέω ...
-Μ αρέσει εδώ Αναστάση μου..που είμαστε οι δυό μας βρε παιδί,να το κάνουμε συχνότερα λέω!Δουλεύεις πολύ βρε πουλάκι μου,δεν ξαποσταίνεις καθόλου,θα μου πάθεις και τίποτα.Φεύγεις το πρωί,γυρνάς το βράδυ..κάποτε τουλάχιστον σε βλέπαμε καμμιά ωρίτσα το μεσημέρι..Λίγος χρόνος για τον εαυτό σου,γιά μας, χρειάζεται δεν είναι έτσι;
Ο Αναστάσης πήγε κάτι να πει αλλά έξυσε αμήχανα το κεφάλι του.
Έκανε μια γύρα το βλέμμα,το συγκέντρωσε πίσω μου,μαζεύτηκε,που να τολμήσει να με καρφώσει κατάματα..
Η πιο σημαντική κουβέντα Πηνελόπη μου,ήρθε με το γλυκό.Εκεί ήταν που χάθηκε τελείως.
-Που ταξιδεύεις;τον ρωτάω κι ανάβω τσιγάρο.
-Και γιά να έχουμε καλό ρώτημα κάτι ήθελες να μου πεις έτσι δεν είναι;
-Ναι ήθελα..όχι δεν ήθελα,άλλο εννοούσα.Υπομονή βρε κοριτσάκι μου..μου λέει..υπομονή!Έχω πολλά σχέδια για μας.Όλα θα φτιάξουν..υπομονή!
Άγγιξα τα χέρια του.Τραχιά και ψυχρά,αλλά μου άρεσαν! Δεν είναι όμορφος ο Αναστάσης μου το ξέρω,τα κοντά σγουρά μαλλιά του,τα πρόωρα ασπρισμένα,τα σχιστά του μάτια,το πρόσωπο σπασμένο αλλά εμένα μ αρέσει!
-Η γυναικεία σκιά πίσω μου λουσμένη στην angel μας ζήτησε ευγενικά φωτιά.Της έδωσα τον αναπτήρα μου.
-Υπομονή..μήπως κάνω και τίποτα άλλο, του είπα.Άλλωστε δεν έχω κι άλλη επιλογή,έναν σ έχω και σ αγαπάω,ούτε που έχω γνωρίσει άλλον άντρα ποτέ,εδώ έλεγε κομματάκι ψέμματα, 30 χρόνων φωτογραφίες ντοκουμέντα γεμίζουν στο σπίτι Πηνελόπη μου,κούτες ολόκληρες,ο Αναστάσης ως υποψήφιος γαμπρός,η τεράστια ανθοδέσμη του λόγου,εγώ κοριτσάκι ακόμα,το θαλασσί φόρεμα στο αραββώνα,το χέρι του να μ αγκαλιάζει,τα μάτια του να υπόσχονται,το κατάλευκο νυφικό,τα παιδιά μωρά,τα παιδιά άντρες πιά,στο σπίτι το παλιό,στο σπίτι το καινούργιο,τα ευτυχισμένα χαμόγελα να ξεχύνονται από το ιλουστρασιόν χαρτί και οι στιγμές τυπωμένο παρελθόν που πέρασε και πάει.
-Υπομονή Αναστάση μου αλλά κάτι να αλλάξει δεν συμφωνείς;Πόσο ακόμη;Πόσο πιά; σκούπιζε το στόμα της με μία χαρτοπετσέτα όσο μιλούσε..πόσο πιά;
Κοίταξε πάλι πίσω μου,σαν κάτι να ήθελε να πει και αυτό το κάτι να τον τρόμαξε,έσκυψε το κεφάλι ..
-Σου το υπόσχομαι μου είπε..αχχ υποσχέσεις Πηνελόπη μου,όλα θα αλλάξουν έτσι είπε..
Ακούμπησε το φλυτζάνι του τσαγιού στο τραπέζι και το γέμισε γιά δεύτερη φορά με τσάι.
συνεχίζεται..

Friday, November 16, 2007

48o φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης


Από Παρασκευή 16 ως την Κυριακή 25 Νοέμβρη!
Με κόκκινο φιλί δεν μοιάζει η αφίσσα;;

Wednesday, November 14, 2007

ένας χειμώνας όνειρο


Ονειρεύτηκα έναν χειμώνα.
Ξύπνησα και συνέχιζα να ονειρεύομαι, πεπεισμένη πως ένοιωθα τη μυρωδιά του.Είχε ένα μεγάλο τίτλο πάνω πάνω..Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ.
Από αυτά τα όνειρα που με ήρεμα βλέφαρα τα πλάθεις όπως εσύ θέλεις.
Παίρνεις μιά μέρα λοιπόν,μιά Τρίτη ή μιά Τετάρτη,βάφεις με ένα σκούρο μολυβί τον ουρανό,γιά τις μέρες που η βροχή στραγγίζει στο πορτοκαλί αδιάβροχό που φοράς.Βάφεις ένα σχιέλ κουφετί,με λίγο bebe ροζ γιά τις χειμωνιάτικες λιακάδες.Κατακόκκινες κεραμιδοσκεπές.Δύο ζευγάρια κόκκινα παπούτσια να διαγράφουν πιρουέτες στο χιόνι.Μυρωδιά από φλαμούρι,φασκόμηλο,τσάι του βουνού και καμμένο ξύλο.Κανέλλα και λεμόνι.Ζάχαρη κολλημένη στα δάχτυλα.
Η μητέρα να κεντάει σταυροβελονιά στο πιό φωτεινό σημείο του σπιτιού.Από τα χέρια της είδα τα πιό καλοκεντημένα εργόχειρα.Ξυπνούσα πρωί,κρύωνα και τριβόμουν πάνω της.
-Γιατί κεντάς;την ρώταγα.
-Έτσι πρέπει..μου απαντούσε.
-Γιατί μαγειρεύεις;Γιατί πηγαίνω στο σχολείο; Γιατί;
-Έτσι πρέπει..ήταν πάντα η απάντηση.
Εάν ήταν να περιγράψω την μητέρα μου με μία και μοναδική φουσκωτή και περήφανη λέξη,θα ήταν η λέξη ΠΡΕΠΕΙ.Πόσο θα ήθελα να την σκάσω με μιά καρφίτσα αυτή την λέξη,χρυσή καρφίτσα,να την πάρω και να της φορέσω κόκκινα παπούτσια,να χορέψουμε μαζί στο χιόνι.Όσο ειναι φρέσκο και αφράτο,σαν καλοκοσκινισμένο αλεύρι.
Θέλω να της φωνάξω δυνατά,όχι 'πρέπει',δεν θα ξαναπείς ποτέ αυτή την λέξη..όχι 'πρέπει'μόνο ΘΕΛΩ μόνο 'θέλω'θέλω να λες μανούλα μου!
Θα σε πάρω να πάμε ένα ταξιδάκι .Να εδώ τώρα,σ αυτό το μικρό μου όνειρο,ένα ταξιδάκι μόνο οι δυό μας.Που ο χειμώνας,έχει γεύση χιονιού,την ζεστασιά μιας σόμπας που καπνίζει και φως από εκείνα τα γιορτινά λαμπιόνια,με τα χίλια χρώματα.
Κάνει βόλτες σ ένα παιδικό τραινάκι,φιλία μ ένα μολυβένιο στρατιώτη κι έρωτα με την πριγκήπισσα των παραμυθιών.Και σκορπάει παντού μα παντού,κομματιασμένα κρύσταλλα σε χρώμα μωβ!

Sunday, November 11, 2007

κάποιες μέρες

Eίναι μέρες που κολυμπούν σε τσάι του βουνού,παραβρασμένο και δίχως καθόλου ζάχαρη.Αυτές οι μέρες είναι στρωμένες πάνω σ ένα τεράστιο τραπέζι.Μαζί με όλα τ αγαπημένα μου,μολύβια,χαρτιά,χρώματα,πινέλα, καλημέρες,νεύματα,παρακαλητά,κουβέντες,άδεια φλυτζάνια καφέ..όλα.Αυτά εκεί κι εγώ ποιός ξέρει;
Χώνωμαι σε τρύπες βαθιές,και ψηλαφίζω.Λίγο από δω, λίγο από κεί και ουσιαστικό τίποτα.Πως γίνεται να έχεις πουλήσει την ψυχή σου γιά να αποκτήσεις κάτι και να καλείσαι γιά το υπόλοιπο;Ποιός μπορεί να δώσει τα ρέστα της ψυχής του;Πως γίνεται να αγαπάς και να διώξεις;Να αλλάξεις προορισμό;Αλλάζει ποτέ άραγε κι αυτός;
Ασθενής λέει..και καμμία σωτηρία δεν υπάρχει.Απόφαση;Ευθανασία!!
Πέτρα τα μάτια,τσιμέντο η ψυχή,πόνος στο υπογάστριο,βουλιμία.Πειρασμός η μέση λύση..ας το έχω κι ας είναι σε κώμα..
Τι;;;

Friday, November 09, 2007

μέχρι την πρωτοχρονιά


Kόλλησε τα μάτια του στο τζάμι της βιτρίνας των παιχνιδιών.Τραινάκια μεταλικά και ξύλινα,ο μικρός πρίγκηπας σε σετ γραφείου,χρωματιστά κουτιά με επιτραπέζια,ένας κόκκινος καρυοθραύστης με μεγάλα ζωγραφιστά δόντια,,η πρόσοψη ενός μαγαζιού σε μικρογραφία,και μία πυροσβεστική αντλία μ ένα φωτάκι που αναβόσβηνε σε τακτά χρονικά διαστήματα.Προβληματίστηκε ανάμεσα σε μία κούκλα μ ένα στοματάκι που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ένα πραγματικό μωρό,και σε ένα πρωτότυπο κουκλόσπιτο σε σχήμα τσαγιέρας,χρώματος ροζ,που άνοιγε δεξιά και αριστερά και φανέρωνε λιλιπούτεια δωματιάκια,επιπλάκια και μικροσκοπικά ανθρωπάκια που αποτελούσαν ολόκληρη οικογένεια..μαμά,μπαμπάς,παιδάκια!
Μπήκε μέσα και ζήτησε την τσαγιέρα.Η υπάλληλος του καταστήματος,άνοιξε ένα ολοκαίνουργιο κουτί,κι έβγαλε ένα σωρό κομμάτια ένα ένα από τα σελοφάν που ήταν προσεκτικά τυλιγμένα. -Θα την αγοράσω είπε,κι έβγαλε από την τσέπη του ένα εκατονπενηντάρι ευρώ!
Η υπάλληλος ξαντοποθέτησε με υπομονή τα κομμάτια στο κουτί και το τύλιξε με μία τεράστια κόλλα χαρτί,σε χρώμα ασσορτί.
Θα είχε αυτός την Μυρτώ την πρωτοχρονιά,η μάνα της,η πρώην του, δεν άφηνε ευκαιρία να ξεφύγει γιά γλέντι και χαρτιά,η κατάλληλη στιγμή γιά αυτόν, δεν το έδειχνε,γκρίνιαξε με το που το κουβέντιασαν,έκανε πως δεν ήθελε,από μέσα του όμως μόνο αυτός ήξερε!
Παντρεύτηκαν από έρωτα,μα πόσο κρατάει και δαύτος,ούτε δυό χρόνια,τώρα γιά καλό θες,γιά κακό θες,ίσα που πρόλαβαν το παιδί!
Ένα σημείωμα στον καθρέφτη του μπάνιου,ένα 'φτάνει μέχρι εδώ',δεν αντέχω άλλο',φεύγουμε'κι όλα καπνός,κι ανάμνηση.Το ντουλαπάκι του μπάνιου άδειο από αρώματα και καλλυντικά,συρταριέρα,κρεμάστρες,όλα άδεια,πρόλαβε και τα μάζεψε η κυρία,το μελετούσε άραγε καιρό,κι αν ναι πόσο,αυτό τον έκαιγε,μόνο αυτό,τη ρώτησε στην πρώτη συνάντηση,να συζητήσουν γιά το παιδί,πόσο καιρό το φύλαγε μέσα της το σαράκι,απάντησε η σιωπή της γι αυτήν!!
Δύο χρόνων κοινή ζωή,κι ένα παιδί,το δικό του παιδί,συνοψισμένα σ ένα χαρτάκι σημειώσεων.Κι έπειτα..
Ότι απέμεινε ήταν η λαχτάρα του γιά το παιδί.Αυτή,η πρώην,το γνώριζε καλά κι όποτε περνούσε από το χέρι της,του το στερούσε,νάζια του έκανε,όλο κακίες κι απωθημένα.
-Ξέχασε το της είπε,μόλις του πρότεινε την πρωτοχρονιά να πάρει την μικρή.Το κόλπο έπιασε.Αυτή λύσσαξε.Και να πατέρας της είσαι,και να πρέπει να έχεις επαφή με το παιδί σου,και σκέψου το λίγο,και να κάνε μιά υποχώρηση. Κι αυτός να κρύβει την χαρά μέσα του!
Είχε δυό μήνες καιρό μέχρι την πρωτοχρονιά.Ήθελε να της διαλέξει πολλά πράγματα.Να φτιάξει μιά λίστα με τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις της.Είχε δει κι ένα υπέροχο βελούδινο φορεματάκι σε μιά βιτρίνα με παιδικά.Να ρωτούσε το νούμερό της. Να πήγαιναν και σ εκείνη την μεταγλωτισμένη ταινία του Disney.Nα της μαγειρέψει το αγαπημένο της φαγητό.Να στολίσει το σπίτι.Να αγοράσει ένα μικρό αληθινό χριστουγεννιάτικο δέντρο και να το γεμίσει μπάλες,αγγελάκια και ξωτικά.Να αγοράσει γλυκά..
Πάνω απ όλα όμως θα ζητούσε άδεια από την υπηρεσία.Αα όλα κι όλα όχι σαν πέρσι που είχε περάσει μέρες γιορτινές εκτελώντας το καθήκον!Φέτος,θα ήταν από τους πρώτους που θα ευχόταν στους υπόλοιπους καλή χρονιά και θα έφευγε!
Ναι ναι..όλα αυτά έπρεπε να τα κάνει. Να την δει να χαμογελάει ήθελε,να δει στα παιδικά ματάκια,αυτά τα ματάκια που ήταν τόσο ίδια με τα δικά του,πως τίποτα δεν της έχει λείψει! Να φεγγοβολούν σαν αστέρια που κατέβηκαν στην γη αυτό ήθελε!

γέλιοοοοοο.....

> Πώς λέγεται ο Γαλάτης DJ?
> Ινδεμίξ (in the mix)....>

> Πώς λέγεται ο Γαλάτης τραβεστί που κάνει πιάτσα;
> Συγγρού-Φιξ!>

> Πώς λέγονται οι Μακεδόνες που ψήνουν μπριζόλες?
> Θρακομακεδόνες.>

> Πώς έλεγαν το πρώτο τραπέζι πίστα στα αρχαία ελληνικά?
> ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ>

> Πώς λέγεται το λεωφορείο που χορεύει συρτάκι;
> Zor-bus !>

> Όταν μπαίνει είναι στεγνή και όταν βγαίνει είναι υγρή. Αρχίζει από Ψ και > τελειώνει σε -ολή! Τι είναι;
> Η ΨΑΡΟΝΤΟΥΦΕΚΟΣΤΟΛΗ!!!>

> Πώς λένε στην Θεσσαλονίκη το αντρικό εσώρουχο;
> Μπουγάτσα με πουλί.>

> Τι περιμένουν ο Σούπερμαν, ο Σπάιντερμαν κι ο Μπάτμαν στη στάση;
> Τον Πούλμαν!!!>

> Τι περιμένουν τρία σκουλήκια στην στάση;
> Να περάσει το σκουληκό...>

> Tι κάνει ένας Σκωτσέζος όταν πάρει φωτιά το σπίτι του;
> Αναπάντητες στην πυροσβεστική!>

> Πώς λέγεται η πολική αρκούδα που πηγαίνει με όλους;
> Βολική αρκούδα!>

> Πώς λέγονται οι 7 νάνοι όταν βλέπουν την Χιονάτη γυμνή;
> Seven up!>

> Τι είναι μαύρο και έχει αυτιά;
> Το κούνελ!>

> Πώς λέγεται το αβγό που στολίζεται και βάφεται για να βγει;
> Θαβγό!>

> Πώς περνάει ο χρόνος στο Ιράκ;
> Μπαμ..μπαμ...>

> Πώς λέγεται το προφυλακτικό στην νεοτέρα;
> Αγάπη από νάυλον!>

> Πώς λέγεται ο χαπακωμένος σκύλος;
> Speed-Bull.>

> Πώς λέγεται το πουλί που το πετάμε στο τζάκι?
> Πούτσουρο!!!!!!!!>

> Πώς λέγεται κάποιος που πεθαίνει ελεύθερος;
> Φρι-τέζα!!>

> Πώς λεγόταν ο φούρναρης στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;
> Καραμολέγκολας....>

> Πώς λέγεται το Pokemon με διανοητική καθυστέρηση?
> ΠΙΚΠΑ-τσου!>

> Πώς λέγεται η ξαδέρφη του Φιντέλ Κάστρο?
> Φιλιώ Πυργάκη!>

> Πώς λέγεται η γυναίκα του Άγιου Βασίλη?
> Mairy Christmas!>

> Πώς λέγεται ο φύλακας του αρχαιολογικού μουσείου?
> Παντελής...>

> Πώς λέγεται η γυναίκα με τρία παιδιά;
> ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ!>

> Πώς λέγεται ένα έντομο μέσα στο ταξί?
> Εντομεταξί.>

> Γιατί έχει στραβώσει ο πύργος τις Πίζας?
> Γιατί όλοι πάνε στον πύργο του Άιφελ.>

> Πώς λέγεται μια φάλαινα Όρκα με μαγιώ?
> Μαγιόρκα.>

> Τι είναι ένα πρόβατο χωρίς κεφάλι και πόδια?
> Σύννεφο!>

> Πόσες νότες γνωρίζουν οι αστυνομικοί?
> Τρεις: Μι-Λα-Ρε!>

> Τι πετάει πιο ψηλά από τον Peter Pan?
> O Peter Parapan.>

> Ποιο ζώο είναι άγριο, ζει στη ζούγκλα και χορεύει νησιώτικα?
> Το λιοντάρι-ντάρι-ντάρι-ντάρι-ντάρι!

Monday, November 05, 2007

αγαπημένα

Όταν σε ρίξουν σ' ένα βαθύ άγριο ποτάμι και το περάσεις κολυμπώντας, με κίνδυνο εκατό φορές την ώρα να πνιγείς,στάσου στην όχθη και σφύριζε γλυκά ένα τραγουδάκι.
Μη σε νοιάζει αν κλαίει απέναντι ένα σκυλί.Δεν μπορείς να το σώσεις,έτσι κι αλλιώς.
Ύστερα βγάλε τα όνειρα σου,κι άναψε μια μεγάλη φωτιά να ζεσταθείς.
Πρόσεξες τι όμορφα που είναι τα νερόκρινα;
Πρόσεξες τα καταπράσινα κλαδιά,που σκύβουν να φιλήσουν το ποτάμι;
Περίμενε..Περίμενε λίγο.
Τη νύχτα θα 'ρθουν τ'αηδόνια και θα τραγουδήσουν.
Θα 'ρθουν σίγουρα τ'αηδόνια.Σου τ'ορκίζομαι.
Φτάνει να χαμογελάς.Γιατί αλλιώς..θα τα τρομάξεις!!


Βαρκάρισσα
της χίμαιρας

Αλκυόνη Παπαδάκη



οι ζωγραφιές μου

http://wwwkokkinofilistostoma.blogspot.com/

Saturday, November 03, 2007

μιά βροχερή μέρα του Νοέμβρη

Θα είναι μιά μέρα βροχερή,στο κέντρο της πόλης,θα πίνουμε καφέ σ ένα χώρο ζεστό,χριστουγεννιάτικο σχεδόν,θα μιλάμε πνιχτά τρώγωντας μπισκότα με γέμιση σοκολάτας,θα σκάμε στα γέλια,θα κοτσομπολεύουμε φίλους και γνωστούς,θα καπνίζουμε από τα καινούργια τα βαριά,θα κάθομαι στο γωνιακό καναπεδάκι,με το μαξιλάρι στην πλάτη και τα πόδια να ακουμπάνε στα δικά σου,θα σου εξηγώ ώρες τους στόχους μου,την δημιουργικότητα αλλά και την τεμπελιά μου,θα με βοηθάς να κάνω όνειρα,έξω θα έχει σκοτεινιάσει αλλά θα είναι μέρα μεσημέρι ακόμη,θα ρίχνει βροχή καταρράκτες,θα μου κρατάς την ομπρέλλα,δήθεν πως είσαι ψηλότερος,θα ψωνίζουμε μαζί τα απαραίτητα,θα σε ρωτάω αν όταν θα είμαι γριά θα μ αγαπάς ακόμη,κι όταν θα φτάνουμε σπίτι,θα σκάω με δύναμη φιλιά στα δυό σου μάγουλα,κι εσύ θα γράφεις στο ημερολόγιο σου..
με φίλησε..μιά βροχερή μέρα του Νοέμβρη με φίλησε..!!

Friday, November 02, 2007

το περίπτερο


-Έλα..έλα πάμε τώρα..θυμάμαι την μαμά μου να λέει,όταν μικρή,ντυμένη και χτενισμένη στην τρίχα,με φορεματάκι, φιογκάκια,πλεξουδίτσες και τις σχετικές πασχαλίτσες στα μαλλιά,ενώ πηγαίναμε μιά βόλτα π.χ.στην ξαδερφούλα μου την Μερόπη,να παίξουμε με τις κούκλες και άλλα συναφή,εγώ κολλούσα πάντα μάτια και πόδια..που αλλού;σε όλα τα περίπτερα που βρίσκονταν στον δρόμο μας!Μα και τι δεν είχαν.Από τα κλασσικά κατρακύλια που έβγαζαν μάτι τα χρώματα,έως γυαλιά ηλίου με ενδιάμεσο σταθμό σε σοκολάτες,τσίχλες,καραμέλες και περιοδικά!
-Πάρε μου γυαλιάαα!!φώναζα εγώ..
-Μα τι θα τα κάνεις τα γυαλιά βρέχει.. έστριβε αλλά γαλλικά η μαμά μου!
-Δεν με νοιάζει που βρέχει εγώ θέλω γυαλιάααα..και βέβαια όταν φτάναμε στην ξαδέρφη Μερόπη,μόνο διάθεση γιά παιχνίδι δεν είχα.
Αφού μιά φορά από τα νεύρα μου,είχε αγοράσει ένα ολοκαίνουργιο μπαλόνι,από αυτά που ήταν ένα λεπτό μαλακό στρώμα πλαστικού απ έξω,συνήθως σε έντονα χρώματα,και ένα μπαλόνι που το φουσκώναμε με το στόμα από μέσα,έτσι όπως το είχα πάρει στα χέρια μου και τάχα μου τάχα μου το περιεργαζόμουν,που την βρήκα και την καρφίτσα,την βύθισα με όλο μου το μίσος μέχρι που έκανε πλλτσαφφ!!
Ούτε εγώ γυαλιά,ούτε εσύ μπαλόνι..όχι τι νόμιζες!
Αργότερα,όταν πιά κατάλαβα πως τα γυαλιά του περιπτέρου ήταν ..πιφφφ..φτηνά,πλαστικά και θα μου χαλούσαν οπωσδήποτε τα μάτια,άλλαξα επιθυμία.Τα ματάκια μου πλέον γυάλιζαν γιά τα λογής λογής περιοδικά.Να σκεφτείτε,είχα πιάσει φιλίες με όλους τους περιπτεράδες της γειτονιάς γιά να μου δίνουν τα πιό σπάνια μεταχειρισμένα τεύχη του μίκυ μάους,να παίρνω πρώτη στα χέρια μου το καινούργιο τεύχος κι ακόμη,τον Ποπάυ,τον Τεν τεν,τον Μπλέηκ τον μικρό σερίφη..ααα όλα κι όλα τους είχα χρυσώσει..αν είχα όλα όσα τεύχη έχω αγοράσει,θα χρειαζόμουν ολόκληρο διαμέρισμα να τα βάλω!
Γύρω στα δεκατέσσερα,η καλύτερη ημέρα της εβδομάδας,ήταν η Τετάρτη.Ο ένας λόγος,πως εκείνη την ημέρα έβγαινε η Μανίνα,ο δεύτερος πως η μαμά μου μαγείρευε μακαρόνια με κυμά.Ο καλύτερος συνδυασμός,στο τραπέζι της κουζίνας,να πολεμάω με τα μακαρόνια(ακόμη δεν είχα μάθει να τα στρίβω στο κουτάλι),και δίπλα ανοιχτό το περιοδικό.
Νομίζω πως από την Μανίνα είχε προηγηθεί η Κατερίνα,και ακολούθησε η Πάττυ που ήταν πιό φρέσκο και πιό δροσερό.Εννοείται πως από όλα αυτά που σας λέω δεν έχανα τεύχος!
Ακολούθησαν πολλά.Το Φαντάζιο,ο Ταχυδρόμος,το Πάνθεον,η Γυναίκα,το Μarie Claire.Ακόμη και σήμερα,το καλύτερο μου χάζι το κάνω στα περίπτερα!
Αφήστε που αγοράζω περιοδικά μόνο και μόνο γιά να τα χαζεύω.Π.χ. περιοδικό αποκλειστικά με συνταγές.Τι δουλειά έχω εγώ με το μαγείρεμα που ούτε ζωγραφιστό δεν το θέλω;Μα κοιτώ τις φωτογραφίες οι οποίες είναι χάρμα οφθαλμών.Κι άλλα περιοδικά με κατασκευές που ποτέ δεν φτιάχνω.Όμως με κάνουν κι ονειρεύομαι.
Κι έχω βρει που λέτε εδώ και μία διετία ένα περίπτερο,μα τόσο ενημερωμένο,τόσο φορτωμένο και τόσο οργανωμένο άλλο πράμα..τι τσίχλες πρωτότυπες,τι σοκολατίτσες ιδιότροπες,τι γλυφιτζούρια σε σχήματα περίεργα!
Κι έχουν μία ευγένεια οι υπάλληλοι..στα ώπα ώπα μας έχουν..και να σας τα βάλω σε σακουλίτσα,και καληνύχτα και καλό σαββατοκύριακο..γαμάτο σας λέω!!
Μόνο ένα περίεργο να μου εξηγήσετε..γιατί όποτε περνάμε από περίπτερο ο άντρας μου επιταχύνει το βήμα του εε; ..γιατί;;

Thursday, November 01, 2007

κόκκινη κλωστή δεμένη


Μια φορά κι ένα καιρό,ζούσε ένα βασιλόπουλο,σ ένα πολύ όμορφο και μεγάλο παλάτι.
Είχε τα πάντα,οποιαδήποτε στιγμή ήθελε,σαν όλα τα βασιλόπουλα των παραμυθιών,αυλικούς να τον κολακεύουν,έναν τεράστιο κήπο με λογής λογής πουλιά και λουλούδια,τα πιο όμορφα και δυνατά άλογα,τους καλύτερους παλιάτσους χορευτές και διαλεχτούς δασκάλους που του δίδασκαν ότι λαχταρούσε η ψυχή του.
Όταν το βασιλόπουλο μεγάλωσε κι έγινε άντρας,είδε πως δεν του έφτανε πιά ο κόσμος του βασιλείου.Έτσι ,μια μέρα,ανέβηκε στο πιο γρήγορο άτι του και έφυγε από το παλάτι για να γνωρίσει τον κόσμο.Μιά και δυό λοιπόν,περνώντας κάμπους, βουνά και θάλασσες,βρέθηκε σ ένα άλλο βασίλειο.
Εκεί,κάνοντας ένα περίπατο στο πιο καταπράσινο δάσος του κόσμου,συνάντησε μία πριγκήπισσα.Φορούσε ένα διάδημα από φύλλα, λουλούδια και πολύτιμες πέτρες κι ένα μακρύ μεταξωτό φόρεμα,όλο φρου φρου και κεντίδια.
-Άφησε με να σε φιλήσω ικέτευσε η όμορφη πριγκήπισσα με κρυστάλινη φωνή.Φιλήθηκαν σαν να γνωρίζονταν χρόνια πολλά και το βασιλόπουλο γαλήνεψε όμως δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένο.
-Τι μπορώ να κάνω άλλο για σένα ώστε να είσαι απόλυτα ευχαριστημένος;τον ρώτησε μόλις τον είδε σκυθρωπό.
-Θα ήθελα να μου δώσεις την ψυχή σου,της ζήτησε το βασιλόπουλο καθώς την κοιτούσε βαθιά στα μάτια !
-Ααα..όχι αυτό που ζητάς δεν μπορώ να σου το δώσω γιατί μετά δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναδώ τα δάση μου και τα λουλούδια μου,να ακούσω τα πουλιά μου,να παίξω με τις πεταλούδες και τις χρυσόμυγες μου, του απάντησε η πριγκίπισσα κι έφυγε γελώντας να βρει τις φιλενάδες της .
Το βασιλόπουλο έφυγε σκυθρωπό.Ανέβηκε πάλι στο άλογο,για να περάσει κάμπους ,βουνά και θάλασσες και να βρεθεί σε μία άλλη πολιτεία.Εκεί,στην άκρη της θάλασσας,συνάντησε μία πριγκήπισσα με ένα στεφάνι στα μαλλιά,στολισμένο με λογής λογής πέτρες και κοχύλια,φερμένα από τα πέρατα του κόσμου.
-Μμμμμμμ…ματς..!!τον φίλησε χαρούμενη και πεταχτή η πριγκίπισσα.
-Μα γιατί είσαι τόσο μελαγχολικός;τον ρώτησε.Τι μπορώ να κάνω για σένα;
-Θα ήθελα να μου δώσεις την ψυχή σου της ζήτησε το βασιλόπουλο.Αυτή την φορά, απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια,άρχισε να φοβάται πως τις τρόμαζε τις πριγκήπισσες αυτό.Επικέντρωσε το βλέμμα του κάπου ανάμεσα στα δυό της φρύδια,και τα μάγουλά του πήραν ένα ροδαλό χρώμα.
-Ααα..αυτό που ζητάς δεν μπορώ να σου το δώσω,γιατί μετά δεν θα ξαναδώ ποτέ την θάλασσα μου,τους αστερίες,τα εξωτικά ψάρια και τα κοχύλια μου,του είπε και ωπςς έβγαλε το μακρύ γαλάζιο φόρεμα που ομολογουμένως την στένευε,έπεσε στην θάλασσα κι άρχισε να κολυμπάει με απίστευτη χάρη και ταχύτητα.
Ανεβαίνει ξανά στο άσπρο άτι ,περνάει κάμπους,βουνά και θάλασσες και κάποια στιγμή σταματάει σ έναν κάμπο γεμάτο παπαρούνες.
Εκεί,κάνοντας ένα περίπατο,συνάντησε την πριγκήπισσα της άνοιξης ,με μακριά μεταξωτά μαλλιά και τα πιο σπάνια λουλούδια πιασμένα επάνω τους.Φρεσκολουσμένη με τα πιο ακριβά μοσχοσάπουνα και τα πιο εκλεκτά ροδόνερα!
-Φίλησε με του είπε η πριγκίπισσα.
-Έσκυψε και την φίλησε τρυφερά.Μύριζε τόσο όμορφα!
Χαμήλωσε το κεφάλι του μελαγχολικός.
-Μα τι έχεις;τον ρώτησε.Μπορώ να κάνω κάτι ώστε να αισθανθείς ευτυχισμένος;
-Μπορείς..αρκεί να μου δώσεις τη ψυχή σου της ψιθύρισε.Δεν είχε πιά την δύναμη να το ζητήσει δυνατά.
-Την ψυχή μου;μόνο αυτό;ολόδικη σου..του είπε με χαρά που τον άφησε έκπληκτο και πλησίασε τόσο κοντά στο σώμα του που το κορμί της πήρε το δικό του σχήμα και τα λουλούδια που στόλιζαν τα μαλλιά της κύλησαν απαλά επάνω του.Έτσι αγκαλιασμένοι κοιμήθηκαν βαθιά,σ ένα στρώμα μαλακό και πουπουλένιο.Μετά από πολλές ώρες το βασιλόπουλο ξύπνησε με την πριγκήπισσα στην αγκαλιά του.Θα έπρεπε να ήταν πολύ μα πολύ ευτυχισμένος.Όμως υπέφερε.Η ζεστασιά από το σώμα της τον έπνιγε.Κι η τρυφερότητα της τον έκαιγε.Ένοιωθε δυσφορία.Πρώτα πήρε το ένα του χέρι που την τύλιγε.
-Ουφ τι ανακούφιση..είπε!Μετά πήρε και το άλλο.
Ανέβηκε στο άλογο κι έφυγε.Ούτε ήξερε που πήγαινε αυτή τη φορά.
Κι η πριγκήπισσα της άνοιξης που είχε κάποτε τα σπανιότερα λουλούδια του κόσμου στολίδι στα μαλλιά,δεν ξύπνησε ποτέ!Μα ποτέ!
Κάποιοι που πέρασαν από εκεί,είδαν είπαν δυό αστέρια αντί για δάκρυα στα παγωμένα μάγουλά της!

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...