Saturday, August 25, 2012

εισιτήρια επιστροφής





Που να σκορπίσει τώρα  ο ''αποχωρισμός'',  που δεν υπάρχουν ούτε εισιτήρια επιστροφής,  ούτε ακρόπρωρο να σε οδηγεί  εκεί από όπου ξεκίνησες,  ούτε ωκεανός να σκίζεται από την πλώρη.

Αν το καλοσκεφτείς δεν υπήρξε καν ''πηγαιμός για κάποια Ιθάκη''..




πως ήταν το ομορφότερο απ΄όλα αυτό το ταξίδι;



Thursday, August 23, 2012

the end





Μήπως καθημερινά δε βιώνουμε ένα ''τέλος'';

Tuesday, August 21, 2012

ΈναΓαλάζιοΑγόρι





XίλιεςΠενήνταΤρείςΣτροφές για να πατήσεις άμμο,  κι άλλα 20304050 δευτερόλεπτα για να μπεις στη θάλασσα,  αφού γεμίσεις το στόμα σου από μπουκιές κουλούρι κι αφού μασήσεις μέχρι και το τελευταίο σουσάμι,  πλαστικό ποτήρι,  καφές,  νερό παγωμένο,  κόκκινο απαγορευτικό για ένα λαιμό που ντάλα καλοκαίρι παραπονιέται πως πονάει.

ΔενΜαρέσειΝαΜιλάωΟύτεΝαΔιαβάζωΠαράΜόνοΝαΚοιτάωΤηΘάλασσα,  αυτοί οι τελευταίοι μήνες ήταν τόσο θάλασσα που δε ξέρω πως να ξαναβρώ στεριά και άσφαλτο και πρέπει και όλα αυτά τα ακατόρθωτα.

ΠρέπειΝαΥπάρχειΠλεόνασμαΣκέψεων για να μιλάς,  πρέπει να υπάρχει κάτι που να σε υπερβαίνει και να γυρνάει σα μολυβένια ομπρέλλα επάνω σου.  Να τη διώχνεις και να μη φεύγει.  Καμμιά φορά,  είναι τέτοια η ισορροπία που δε θέλεις να γεννήσεις πράγματα.  Δεν έχεις την ανάγκη.  Είσαι απλά καλυμμένος.  Γεμάτος όσο αντέχεις,  ή μέχρι εκεί που αντέχεις.

Στις επιστροφές,  ΥπάρχειΠάνταΈναΓαλάζιοΑγόρι να σε κοιτάει με παιχνιδιάρικη  /  γκρινιάρικη  /  κλαψιάρικη  /  στριμμενονυσταγμένη  μουτσούνα πίσω από ένα λερωμένο παράθυρο.  Πάντα!

Sunday, August 19, 2012

δυό κομμάτια μαγιώ





Eίναι..  είναι..  άλλο πράγμα να βγάζεις μια σεζόν με δυό κομμάτια μαγιώ και μοναδική ανάγκη τη θάλασσα.  και είναι που όλο αυτό σου δίνεται με το παραπάνω..  έτσι σου δίνονται και κάποιοι άνθρωποι..  χωρίς να ρωτούν πολλά..  δυό κουβέντες μόνο κι είναι δίπλα σου..

Απόλυτα χρήσιμοι τώρα που ασχημίζουν όλα γύρω μας..

Tuesday, August 14, 2012

θέα στη θάλασσα

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που μένουν για πολύ σε μια κατάσταση,  πνίγομαι εύκολα και ζητάω ανάσα που την βρίσκω σε οποιαδήποτε αλλαγή!
Κατηγορήθηκα ότι βλέπω το άσπρο για μαύρο και το ανάποδο,  αντιγύρισα πως εγώ έχω άλλα μέτρα και σταθμά και πως λατρεύω αυτούς που στέκονται σαν ανοιχτό παράθυρο δίπλα σου,  κατά προτίμηση με θέα προς τη θάλασσα,  κι εκεί πάνω ήρθε αυτό το κείμενο,  από αυτά που βρίσκονται μπροστά σου από το πουθενά αλλά νιώθεις να είναι γραμμένα μόνο για σένα.

Μεταξωτοί άνθρωποι


Edward Hopper



Monday, August 13, 2012

00225





Οι άνθρωποι λένε,  είμαστε στον μήνα Αύγουστο,  ή βρισκόμαστε στα μέσα του καλοκαιριού,  ή ο μήνας έχει 13,  αλλά ποτέ δεν λένε βρισκόμαστε στην 100στή,  ή την 175στή,  ή την 225στή μέρα του χρόνου.  /  Την 225στή λοιπόν μέρα του χρόνου ο ουρανός είχε τόσα σύννεφα που θα ήθελες να τα φωτογραφήσεις αν είχες μαζί σου μηχανή.  Θα ήταν μια εξαίσια φωτογραφία σε άσπρο μαύρο,  τα σύννεφα θα χτυπούσαν από μέσα την οθόνη και το ξεδιάντροπο μπλε της θάλασσας θα γέμιζε τα πλήκτρα με μαύρο αλάτι και ήλιο.  Και χώμα που θα έμοιαζε με άμμο και μετά θα αναγκαζόσουν να τα γυρίσεις όλα ανάποδα κι η 225στή μέρα του χρόνου θα ονομαζόταν 522στή αλλά τίποτα δεν θα άλλαζε.  /   Αυτή τη μέρα του τριψήφιου αριθμού που λήγει σε 5 λοιπόν,  μύριζε σαν κάποιος μόλις να είχε βγάλει από το φούρνο ένα κέικ που σήμαινε ΤέΛΟς και μετά σκόρπισε ένα μπιτόνι βενζίνη γύρω τριγύρω.  Δάγκωσα το Τ από το ΤέΛΟς κι ήθελα να πάρω το άδειο μπιτόνι και να το γεμίσω θάλασσα,  αλλά όλα έχουν αξία στον φυσικό τους τόπο έτσι δεν είναι; /  Οι άνθρωποι έχουν πολλές φοβίες,  πολλές από αυτές τις συναντούν τα απογεύματα στην τηλεόραση,  6-7,  και γελούν.  Πάντως εμένα η θαλασσοφοβία δεν θα με έκανε να γελάσω καθόλου.  Θα ήταν κατάρα που θα ήθελα να της δώσω ένα δυνατό χαστούκι και να την θάψω στο τρίτο δέντρο στη σειρά.  Να περνώ από κει να σκέφτομαι εδώ από κάτω είναι μια φοβία μου.  Αντίθετα,  η γριά κυρία έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.  Πως να είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ θάλασσα;  Και πως να είναι όταν μεγάλος πια τη βλέπεις για πρώτη φορά;  /  Πως είναι να θες να λυθείς και αντί για αυτό δένεσαι;


/  στο ραδιόφωνο τα πρωινά,  η ζωή είναι σα πορτοκάλι με εκπληκτικές επιλογές, Les Passants

Saturday, August 11, 2012

ξέρω τι τίτλο να βάλω αλλά φοβάμαι





Άφησα την Μάριον να κοιμάται μέσα στο κίτρινο βιβλίο.  Πολύ μπλα μπλα χωρίς ιδιαίτερη πλοκή και αργή  ανάγνωση δίχως ενθουσιασμό.
Ακούμπησα το μάγουλο μου στο φούσκωμα του μαξιλαριού.  Μπήκα σε ένα πολυκατάστημα,  βρήκα μια φίλη / άγνωστη στην είσοδο και της ζήτησα ένα εσώρουχο.  Με πήγε στο ειδικό τμήμα κι εκεί, μέσα από μια πληθώρα μικρών συρταριών μου έβγαλε ένα εξαιρετικής ποιότητας,  δαντελένιο σουτιέν.  Κατάλευκο! Το κράτησα στα χέρια μου ενώ έψαχνα δοκιμαστήριο.  Δεν πρόλαβα να βγω από εκεί,  ξύπνησα.

Δεν πιστεύω στα όνειρα αλλά λένε ότι το σχεδόν νυφιάτικο λευκό φέρνει μπελάδες.

Λίγες μέρες μετά,  καταμεσήμερο ενός ήσυχου καλοκαιριού,  χτύπησε το τηλέφωνο.  Στην αρχή ήταν το άκουσμα, μετά το μούδιασμα..  Έπειτα ένας βίαιος τρόπος να πιεστεί κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μέχρι που οι λέξεις και οι σκέψεις για άλλη μια φορά άρχισαν να χοροπηδούν στην πιθανή αρχή ενός ξέφρενου εφιάλτη.


Wednesday, August 08, 2012

οι λέξεις ''Αύγουστος'' και ''book''





Oι άνθρωποι περπατούν με το κεφάλι τους σκυφτό,  σκουντιούνται μεταξύ τους,  δεν λένε συγγνώμη,  κι έχουν το μυαλό τους πάντα σε ένα προορισμό.  Μιλούν για αυτόν και στην αριστερή πλευρά του λαιμού τους,  έχουν μια φλέβα που χτυπάει στην κάθε λέξη.  Το στόμα τους στενεύει και σφίγγει,  λες και αυτό θα κάνει τα πράγματα πιο εύκολα.  Μετά,  γυρνούν στο σπίτι,  κάθονται σε μια καρέκλα,  ανοίγουν τα laptop,  μπαίνουν στη μεγάλη τρύπα και συνεχίζουν να προσποιούνται.
Γράφουν σημειώματα για φεγγάρια και αγκαλιές και τίποτα δεν είναι διατεθημένοι να κάνουν.  Το φεγγάρι είναι πολύ μακριά και η αγκαλιά πολύ κοντά.  Και τα δύο ενοχλούν.

Μισώ τη μοναδική ερώτηση της ημέρας που είναι ''τι θα φάμε''  κι όταν αυτό τελειώνει,  αρχίζει το ''τι θα φάμε αύριο''.  Δε βρίσκω καμμία δημιουργηκότητα στη λέξη ''φαγητό'',  ούτε στη λέξη ''ετοιμάζω'',  ούτε στο ''ελάτε,  τρώμε''.
Μιλάω,  σχεδόν καθόλου.  Μ΄αρέσει να γράφω,  μ΄αρέσει να σκέφτομαι.  Αντίθετα με εκείνο το λευκό καπέλλο στη θάλασσα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα.  Είχε αρπάξει μια ανυποψίαστη κυρία από τα αυτιά και τα μάτια και έλεγε.  Νόμιζε ότι κάνει κήρυγμα.  Ότι θα κάνει τον κόσμο καλύτερο.  Κανείς δεν της είπε ότι πέρα από τον οικονομικό πόλεμο,  και το νερό που σώνεται,  και τα παιδάκια που είναι σε ένα διαμέρισμα ενώ όλοι εμείς οι τυχεροί κάνουμε μπάνιο,  υπάρχει και η λέξη διάλογος.  Για να προκληθεί αυτή η λέξη θα πρέπει να τη γνωρίζεις.  Ή να βάλεις το μυαλό σου να σκεφτεί.  Ή τέλος πάντων να κάνεις ερωτήσεις στον απέναντι σου μπας και του λύσεις τη γλώσσα.  Ικανοποιήθηκες κυρά μου από το μονόλογο;  Πήρε των αματιών της,  μαζί και το άσπρο καπέλο κι έφυγε.

 Δε μ΄αρέσει να βρίζω.  Είναι μια κατάσταση που ακουλουθεί μια άλλη κατάσταση που κι εκείνη δε μ΄αρέσει ακόμη περισσότερο.  Η λέξη διαχείρηση είναι ακόμη άγνωστη για μένα.  Ούτε όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από εντυπωσιακά ψευδώνυμα τη γνωρίζουν.  Αν τη γνώριζαν δε θα φοβούνταν.  Θα ήταν πιό άμεσοι στο άγνωστο.  Σα την κυρία με τα δυό παιδάκια / κουβαδάκια / μπρατσάκια στην αμμουδιά.  Οι παχουλοί άνθρωποι,  έχουν μια γλύκα όταν μιλάνε.  Ίσως να φταίει η πολύ ζάχαρη που τρώνε,  δε ξέρω.  Θέλω κι εγώ να γίνω γλυκιά.  Να στάζει το στόμα μου σιρόπια.  Και οι λέξεις μου παγωτό σοκολάτα φράουλα.  Και να κάνω μπράτσα φρεσκοψημμένα ψωμάκια.  Να τα ντύνω με ροζ μανικάκια.  Να αφήσω κι ένα τόσο δα χρυσό σταυρούλι να πέφτει στο στήθος.  Να πηγαίνω με το καρότσι στις λαικές.  Να αγοράζω πράσινα και κόκκινα και πορτοκαλιά.  Να αγοράζω νόστιμα,  να τρώω νόστιμα.
Όλα δεν είναι για όλους.  Στις λαικές φωνάζουν και κρεμούν τα ρούχα ψηλά και πονούν τα αυτιά μου και τα μάτια μου.  Και λένε ψέμματα.

Πότε θα μάθω να λέω κι εγώ μερικά από αυτά;  Όχι,  όχι τα ψέμματα που τα λες στον εαυτό σου για να αισθάνεσαι πιό καλά.  Τα άλλα θέλω εγώ,  που είναι για να κόβεις τα χαρτιά.  Να κάνεις παιχνίδι.  Από αυτά.  Μπορείς σε παρακαλώ μαμά να μου μάθεις να λέω ψέμματα;  Από αυτά που λάμπουν σα χρυσάφι και μοσχοπουλάνε;  Μπορείς σε παρακαλώ μαμά να πάψεις να λες τη γνώμη σου;  Όποια κι αν είναι αυτή;  Καλή ή κακή δε με νοιάζει.    Κάποιος,  έστω και τώρα πρέπει να σου μάθει μερικές φορές να σιωπάς.  Μη φορέσεις όμως εκείνη τη σιωπή που μ΄εκνευρίζει.  Να χαμογελάς.  Μπορείς σε παρακαλώ μόνο να μου χαμογελάς;  Και να διαβάζεις το βιβλίο που σου αγόρασα και μετά να μου διηγείσαι σελίδα σελίδα τις ιστορίες.

 Ατέλειωτα τα Αυγουστιάτικα βράδια.  Αγαπώ τη λέξη Αύγουστος.  Και τη λέξη book.  Είναι και οι δυό τους τόσο παραφουσκωμένες και γεμάτες και γλυκερές λες και μόλις,  μπορούν να σου ξεφουρνίσουν τη δική τους ιστορία.  Η πρώτη μπουκωμένη από ζέστη,  θάλασσα,  φρούτα και κλιματιστικό.  Οι δεύτερη από σελίδες που αυτή την εποχή μυρίζουν αντιηλιακό.  50ρι!

Από τη στιγμή που γεννιόμαστε αρχίζουμε και κουβαλάμε.  Αρχίζουμε να ζούμε και βάζουμε,  βάζουμε,  βάζουμε!  Όχι πάντα καλά,  αλλά ΚΑΙ καλά.  Κάθε χρόνο,  είμαστε εμείς,  όπως γεννηθήκαμε μαζί με ότι μας έκανε να σκοντάψουμε επάνω του.  Βάζουμε και τρέχουμε.  Δε ξέρω που πάμε.  Θέλω να πω ότι δε φοβάμαι τίποτα πια,  ούτε το θάνατο,  κυρίως αυτόν.  Διστάζω να το πω.

Tuesday, August 07, 2012

γειτονιά





Mη σε ξεγελάει η φωτογραφία.  Βρισκόμαστε στα μέσα του καλοκαιριού.  Το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο.  Επιστρέφοντας από τη θάλασσα αγοράζουμε καρπούζι από παραγωγό.  Σ΄ένα μπαλκόνι,  όχι πάνω από ένα-δυό μέτρα μήκος μια γυναίκα με μπράτσα σα φρεσκοψημμένα ψωμάκια,  καλυμμένα κατά το ήμισυ με μανίκια ροζ,  ούτε φούξια,  ούτε κουφετί,  ροζ μπεμπέ,  ζωντανό,  απλώνει ένα λευκό σεντόνι και στερεώνει με μανταλάκια !

μια μέρα

  χρόνος τότε που σκοτώναμε το συναίσθημα,  κι ενώ η ψυχή έλεγε ναι,  εμείς επιλέξαμε το όχι νοσταλγία ο τρόπος που σήκωνες ψηλά τα μανίκια ...